- σκολοπενδρώδης
- -ῶδες, Α [σκολόπενδρα]1. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα, που έχει το σχήμα σκολόπενδρας2. (για όρος ή λόφο) αυτός που έχει πολλές προεξέχουσες υπώρειες σαν τα πόδια τής σκολόπενδρας («πολλοὺς δ' ἔχουσα πρόποδας ἡ Ἴδη καὶ σκολοπενδρώδης... τὸ σχῆμα», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.