σκολοπενδρώδης

σκολοπενδρώδης
-ῶδες, Α [σκολόπενδρα]
1. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα, που έχει το σχήμα σκολόπενδρας
2. (για όρος ή λόφο) αυτός που έχει πολλές προεξέχουσες υπώρειες σαν τα πόδια τής σκολόπενδρας («πολλοὺς δ' ἔχουσα πρόποδας ἡ Ἴδη καὶ σκολοπενδρώδης... τὸ σχῆμα», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκολοπενδρώδης — like a scolopendra masc/fem acc pl (attic epic doric) σκολοπενδρώδης like a scolopendra masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σκολοπενδρώδης like a scolopendra masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”